- προσαγορευόμενος
- προσαγορεύωaddresspres part mp masc nom sgπροσαγορεύωaddresspres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγιώνυμος — η, ο 1. ο προσαγορευόμενος άγιος 2. (για τόπους) αυτός που φέρει το όνομα αγίου ή την ονομασία άγιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + όνομα] … Dictionary of Greek
ετνίτης — ἐτνίτης και δωρ. τ. ἐτνίτας, ὁ (Α) [έτνος] άρτος παρασκευασμένος από όσπρια, ο λεκιθίτης («ἐτνίτας ἄρτος ὁ προσαγορευόμενος λεκιθίτας», Αθήν.) … Dictionary of Greek